Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κιαρίρω

κατακάθομαι, γίνομαι διαυγής, διαφανής.
“Το κρασί κιαρίρισε, έγινε σωστό διαμάντι” – “Το λάδι άργησε να κιαρίρει”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κιαρίρω (Ἰ. chiarire) = διαυγάζω, γίνομαι διαφανής, καθαρίζομαι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.