Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

γηύρεμα (το)

το εύρημα, η απόκτηση ενός πράγματος αξίας: “Αυτή η γυναίκα ήτανε γηύρεμα για μας”, δηλ. είναι καλή και εργατική.
Παροιμία: “Του φτωχού το γηύρεμα, ή καρφί ή πέταλο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Γηύρεμα /τὸ/ (εὕρημα) = τὸ τυχαῖον εὕρημα, τὸ ἀπόκτημα ἀξίας.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.