γεροκομάω
περιποιούμαι κάποιον στα γεράματά του, τον νοσηλεύω και τον φροντίζω.
“Κάνω ένα ψυχικό, δεν έχει ο καημένος κανέναν να τον φροντίσει”.
Ευχή: “Απ΄ το Θεό να το ΄βρεις το καλό που κάνεις στη γριούλα”.
Συχνά όμως ο “γεροκομών” αποβλέπει και σε καμιά κρυφή διαθήκη, καλές οι κληρονομιές, έστω και με ιδιοτέλεια! …
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γεροκομάω (γῆρας-κομέω) = νοσηλεύω, περιθάλπω, περιποιοῦμαι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης