βεράγκι (επιρρ.)
σπίτι ανοιχτό και αφύλαχτο.
“Άφκε η ΄ξτιανή το σπίτι της βεράγκι και βήκε στη γειτονιά για κουτσομπολιό”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βεράγκι /ἐπίρ./ (Π.Τ. βιρὰν) = οἰκία ἀνοικτὴ καὶ ἀφύλακτος, θύρα παράθυρον ἀνοικτόν: «ἄφκε τὸ σπίτ’ βεράγκι».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
“Σπίτι ανοιχτό και αφύλαχτο” (Κοντομίχης). Στο χωριό για τις πόρτες: “Άφησες την πόρτα βεράγγι” ολάνοιχτη.
Βίραγγας είναι “χάσμα γης” (Δημητράκος).
Και ο Γαζής, βάραγγας, βαθούλωμα, λόμπος.
Θεωρώ πιθανότερη την προέλευση της λέξης από το “βίραγγα” (χάσμα που δημιουργεί μια ορθάνοιχτη πόρτα) παρά από το περσοτουρκικό βιράν του Λάζαρη, που σημαίνει “ερείπιο, ερειπωμένος τόπος).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης