βερβερίζω
Βερβερίζω (μορμυρίζω, Τ. βὴρ-βὴρ) = ὑποτονθορίζω, ἅδω χαμηλοφώνως διὰ προσφιλῆ ξενητεμμένον.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Βερβερίζω (μορμυρίζω, Τ. βὴρ-βὴρ) = ὑποτονθορίζω, ἅδω χαμηλοφώνως διὰ προσφιλῆ ξενητεμμένον.