βελέντζα (η)
μάλλινο κρεββατοσκέπασμα του σπιτικού αργαλειού, μονόχρωμο με παχειά χυμένο μαλλί.
Γνωστή από παλιά η βελέντζα, γραφόταν και στα προικοσύμφωνα.
Σε προικοσύμφωνο του 1728 διαβάζομε: “και βελέντζα μια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βελέντζα /ἡ/ (Τ. βελένσα, Ἀλ. βελjέντε -α) = ἐγχώριον μάλλινον παχὺ κλινοσκέπασμα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης