βάρδια (η)
- Σκοπός, φρουρά, φρ.: “Είμαι βάρδια σήμερα να φυλάξω τα παιδιά μου”
- Ομάδες εργατών εναλλακτικού ωραρίου
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βάρδια /ἡ/ (Ἰ. guardia) = φρουρά, σκοπός, ἀναμονή. «φλάω βάρδια» = περιμένω καταπονητικῶς.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης