Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βαρδάρι

  1. Ξύλινο εξάρτημα στην αλεστική μηχανή νερόμυλων – ανεμόμυλων. Είναι ένα σκληρό “ξυλάκι” που περισσεύει κάτω από το καρίκι (=μικρό ξύλινο κουτί), που ρυθμίζει να πέφτει το σιτάρι από την κοφινάδα (=μεγάλο ξύλινο πυραμοειδής σκεύος, που μέσα ρίχνουν τον προς άλεση καρπό) λίγο λίγο στα λιθάρια. Το βαρδάρι χτυπάει ρυθμικά και μονότονα πάνω στο περιστρεφόμενο μυλολίθαρο. Κι αυτό ενοχλούσε μερικούς. Εξ ου και η παροιμία “Όποιος δε θέλει ν΄ ακούει το βαρδάρι, δεν πάει στο μύλο”.
  2. (μτφ) Ο φορτικός, ο σχληρός. “Φύγε, χριστιανέ μου, που μου έγινες βαρδάρι”.

και παρδαρί

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βαρδάρι /τὸ/ (Τ. bαρdὰρ) = παράσιτος, φορτικός, ἐπαχθής, ὀχληρός. «μ’ γίνκε βαρδάρι».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.