Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

περόνι (τό)

περόνι (τό): μεγάλο καρφί, (ΑΡΧ. περόνη).

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Περόνι § μέγα κάρφος. ΚΝ.

Σημ. αὐτὸ τὸ ἀρχικὸ περόνι.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.