βρούβα (η)
αυτοφυές φυτό, αγριολάχανο εδώδιμο, αλλά ευτελές, άνοστο.
Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Δ¨, σημειώσεις στο άσμα Δ΄, στ. 177: “βρακανίδα, αγριολάχανον περιφρονούμενον, ως και η βρούβα”.
φράση: “αυτός πάει για βρούβες”, δηλ, ανοηταίνει, πάει στα χαμένα. Βρισιά: “Άει για βρούβες κι άσε μας”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βροῦβα /ἡ/ (βρύω;) = τὸ ἐδώδιμον χόρτον: ἰρσφελδία ἡ πολιά, καὶ τὸ: βουνιὰς ἠ εὐζωμοειδής.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης