Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βρούβα (η)

αυτοφυές φυτό, αγριολάχανο εδώδιμο, αλλά ευτελές, άνοστο.
Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, Δ¨, σημειώσεις στο άσμα Δ΄, στ. 177: “βρακανίδα, αγριολάχανον περιφρονούμενον, ως και η βρούβα”.
φράση:  “αυτός πάει για βρούβες”, δηλ, ανοηταίνει, πάει στα χαμένα. Βρισιά: “Άει για βρούβες κι άσε μας”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βροῦβα /ἡ/ (βρύω;) = τὸ ἐδώδιμον χόρτον: ἰρσφελδία ἡ πολιά, καὶ τὸ: βουνιὰς ἠ εὐζωμοειδής.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.