βρακατσάνος (ο)
πρώιμο σύκο, εύγευστο και χυμώδες – Σύκο του Μαγιού.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βρακατσᾶνος /ὁ/ (Ἰ. bracato-sano, fra cazzo e ano) = ποικιλία πρωΐμου εὐχύμου σύκου, φρακατσάνι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Βρακατσάνοι, οι: τα πρώιμα σύκα «βράκανα, τα=άγριαι βοτάναι» (Λεξ. Liddell- Scott).Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα