βρουτσαλάω
παίζω με τα νερά, πετώντας έτσι ενοχλητικές σταγόνες σε άλλους.
Φράση: “σταμάτα, τώρα, γιατί μας βρουτσιλάς” – “Μη, παιδί μου, και βρουτσιλάς τον τοίχο” – “μου βρουτσίλησες το φόρεμα, θα σε δείρω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Βρουτσ(ι)λάω (Ἰ. prizzare, procellare) = ἐκτινάσσω μόρια ὑγροῦ οἱουδήποτε.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης