Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

βροντάω

χτυπώ εύηχα αντικείμενα και προκαλώ θόρυβο.
“Βρόντησε την πόρτα και θα σου ανοίξουν” –  “Μη βροντάς παιδί μου, μας εκούφανες”
μεταφορικά: “άστραψε και βρόντησε”, δηλ. θύμωσε υπερβολικά.
Παροιμία: “στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα” – “όταν βροντάει ακούεται, όταν χιονίζει ασπρίζει” – “Τα βρόντησε όλα κι έφυγε”, δηλ, εχρεοκόπησε, επτώχευσε και εξαφανίστηκε.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Βροντάω (βροντὴ) = κτυπῶ, θορυβῶ διὰ κρούσεων. «τ’ βρόντσε τν πόρτα».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.