αχαριαίνω
γίνομαι άχαρος, δε δίνω χαρά στους άλλους, λυπάμαι, στενοχωριέμαι: “Έφυγε η νύφη μας κι αχάριαινε το σπιτικό μας”.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
γίνομαι άχαρος, δε δίνω χαρά στους άλλους, λυπάμαι, στενοχωριέμαι: “Έφυγε η νύφη μας κι αχάριαινε το σπιτικό μας”.