ἀχάλαγος -η -ο 21 Δεκ, 2016 Α 0 Σχόλια 0 Ἀχάλαγος -η -ο (ἀ-χαλάω) = στερεός, μεγάλης ἀντοχῆς καὶ διαρκείας.