ἀφτάρω
Ἀφτάρω Ἰ. affitare) = μισθώνω, πακτώνω, δίδω τὴν συγκομιδὴν ἐλαιοκάρπου ἐπὶ μεριδίῳ εἰς ἔλαιον.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ἀφτάρω Ἰ. affitare) = μισθώνω, πακτώνω, δίδω τὴν συγκομιδὴν ἐλαιοκάρπου ἐπὶ μεριδίῳ εἰς ἔλαιον.