ἀφτάντσα
βλ. και αυτάντζα
Ἀφτάντσα /ἡ/ (Ἰ. affitare) = μίσθωσις, πάκτωσις ἀγροτικοῦ κτήματος, συγκομιδὴ τοῦ ἐλαιοκαρποῦ ἐπὶ μισθώματι ἐλαίου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ο Κοντομίχης το γράφει αυτάντζα. Προτιμητέα η γραφή με -φ- αφού στα ιταλικά, απ΄ όπου προέρχεται είναι affittantza, εκμίσθωση (αγροτικού κτήματος) ή ενοικίαση.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης