ἀχνάδα 17 Οκτ, 2017 Α 0 Σχόλια 0 ἀχνάδα = ὠχρότης. Τὸ δ᾿ ἐν τῇ φρ. δὲν τὸ ᾿πῆρες ἀχνάδα (= δἐν τὸ ἐννόησες) παράγ. ἐκ τοῦ ἴχνος οἱονεὶ ἰχνάδα. βλ. οχνάδα και ἀχνός