Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αχερίζω – αχυρίζω

τρέφω με άχυρα, ξεγελάω κάποιον, ασεβώ.
“Πάω στο αχούρι να αχερώσω τ΄ άλογο”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀχερίζω = ἀχυρίζω, τρέφω μὲ ἄχυρα, ἐξαπατῶ, μεταχειρίζομαι ἀνευλαβῶς.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.