αχάμνια (η)
αχάμνια έχει ο λιπόσαρκος και γενικά ο αδύνατος και ο οστεώδης.
ΒΑΛ. Θαν. Βάγιας, σ.12, σελ. 74: “Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια / απ΄την αχάμνια τους λες κι είν΄ μαχαίρια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀχάμνια /ἡ/ (ἀ-χαίνω, ἀχάνεια) = λειποσαρκία, ἰσχνότης.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης