αγριαλιφασκιά (η)
άγρια αλιφασκιά, (βλέπε λήμμα φασκομηλιά)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Από το άγριος και αλιφασκιά (< μσν. αλισφακιά < *ελισφακιά < αρχ. ἐλελίσφακος, όπου [e > a] με απλοποίηση και επανανάλυση, τ.έ. μια αλισφακιά > μια ’λισφακιά- > μι ’αλισφακιά).
(Π.Γ. Κριμπάς)