αγπανωγόμπι (επίρρημα)
το φορτίο που βάνουμε στα ζώα του σπιτού, πάνω από το κανονικό.
“φόρτωσα το άλογο με σιτάρι και μπήκα και εγώ αγπανωγόμπι (μεσοσάμαρα)”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
Από το αγ’πάνου (βλ.λ.) και το γόμπος (= καμπούρης) (< βεν. gὸbo/ιτ. gobbo), επειδή ο αναβάτης κάθεται σαν «καμπούρα» πάνω στο υποζύγιο, βλ. και λ. γομποτενέντες, σγουμπός.
(Π.Γ. Κριμπάς)