τζαμτζανάκι
Τζαμτζανάκι /τὸ/ (Τ. τσαμτσὰκ) = θραῦσμα ἀγγείου ἐξ ὑέλου ἢ πορσελάνης κ.τ.τ. «τς ἔπεσ’ ὁ μαστραπᾶς κι’ ἐγίνκε τζαμτζανάκια».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τζαμτζανάκι /τὸ/ (Τ. τσαμτσὰκ) = θραῦσμα ἀγγείου ἐξ ὑέλου ἢ πορσελάνης κ.τ.τ. «τς ἔπεσ’ ὁ μαστραπᾶς κι’ ἐγίνκε τζαμτζανάκια».