τζ(ι)ροῦν(ι) 14 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τζιροῦν(ι) /τὸ/ (Ἰ. giglione) = κυλινδρικὴ λαβή, ἡ λαβὴ τῆς κώπης. (τζροῦν)