τζαμάρα (η)
η φλογέρα, αλλιώς σουραύλι
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τζαμάρα /ἡ/ (Ἀλ. dσαμάρε-jα) = κύλινδρος, αὐλός, φλογέρα, ποτηράκι τοῦ πιοτοῦ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τζαμάρα = φλογέρα, σουραύλι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής