τζαλέτ(ι) 14 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τζαλέτ(ι) /τὸ/ (Ἰ. gialetto) = πλακούντιον ἐξ ἀραβοσιταλεύρου καὶ σταφίδων.