Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τζάρα ή τζαρέττα

μικρό πήλινο δοχείο με δυο χερούλια και κούπωμα με ρόγα για χειρολαβή στη μέση. Οι τζάρες είχαν χρώμα φαιοκίτρινο με αδιάβροχη αλοιφή.
Σε κτγρφ. του 1722, Νο 164, διαβάζομε: “δυο τζαρέττες και δύο τζαροπούλες”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τζάρα /ἡ/ (Ἰ. giara) = πήλινος ἀμφορεύς, λαγηνάκι (μὲ ἐφυέλωσιν).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.