ταινιάζω
είμαι αδύνατος, καχεκτικός. “Εταίνιασε από την πείνα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταινιάζω (ταινία -όω, ταινιώδης) = λεπτύνομαι ἀπὸ καχεξίαν, γίνομαι ἰσχνός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
είμαι αδύνατος, καχεκτικός. “Εταίνιασε από την πείνα” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταινιάζω (ταινία -όω, ταινιώδης) = λεπτύνομαι ἀπὸ καχεξίαν, γίνομαι ἰσχνός. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ταϊφάλος /ὁ/ (Τ. ταΐφ, ταϊφὰ) = ζωηρός, κακοποιός, διαβολᾶκος.
Τακαδοῦρα /ἡ/ (Ἰ. tacca-onare) = ἡ ἕνωσις (συρραφὴ) ἑκάστου τύπου ἐκ τῶν δικτύων τῆς τράτας (μόδαλο) μετὰ τοῦ ἑπομένου.
κομμάτι κορμού δέντρου, ανάλογα με τη χρήση του. Υπάρχουν τάκοι επίπεδοι και στις 4 πλευρές, που χρησιμοποιούνται και για καθίσματα στις χειμωνιάτικες γωνιές και στρογγυλοί μεγάλοι τάκοι που τους χρησιμοποιούν οι κρεοπώλες, “να λιανίζουν το κρέας” καλοστεκούμενη και ευτραφής κόρη Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τάκος /ὁ/ . . . Περισσότερα
το πορτοφόλι Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τακο(υ)ΐνο /τὸ/ (Ἰ. taccuino) = χρηματοφυλάκιον, πορτοφόλι. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τακοῦν(ι) /τὸ/ (Ἰ. taccone) = ὑποπτέρνιον ὑποδήματος.
ξύλινο σκεύος μέσα στο οποίο έβαναν το στραγγισμένο τυρί. Ύστερα τον γιόμιζαν με αρμυρόνερο (σαλαμούρα) και τον σκέπαζαν καλά με ξύλινη τάπα. Αίνιγμα: “κοντός κοντός καλόγερος ζωσμένος με ζωνάρια” = ο τάλαρος με τα σιδεροστέφανα του.
ίδιος κι απαράλλαχτος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τάλε κουάλε (Λ. talis qualis, Ἰ. tale quale) = τοιοῦτος οἷος, πανόμοιος. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ταλιαμπᾶκος /ὁ/ (Ἰ. taliare baco) = ἰσχυρὰ μάλαξις διὰ τοῦ ἀντίχειρος, ἰσχυρὸν μασσάζ.
λέξη που δηλώνει το τέλος μιας διαφοράς, σωστά, όπως τα είπαμε Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταμὰμ /ἐπίρ./ (Ἀ. Τ. ταμάμ, τεμὰμ) = εἰς συμπλήρωσιν, πρὀς ἐξόφλησιν, τέλος δοσοληψίας. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
το φυτό καπνός Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
τα μεγάλα ματέρια πάνω στα οποία πατούν τα μικρότερα. Τα ταμπάνια μπαίνουν οριζόντια, ενώ τα μικρότερα δοκάρια μπαίνουν κάθετα ή πλάγια επίπληξη ή βρισιά, αυστηρή παρατήρηση. “το ΄κοψα ένα ταμπάνι γερό, για να μάθει …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταμπάν(ι) /τὸ/ (Σ. ταbὰν) = πέλμα ξυλοδομῆς, . . . Περισσότερα
στρογγυλό πανωφόρι, κυρίως για παιδιά. “του τίναξε τον ταμπάρο+ = τον έδειρα πολύ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ταμπάρος /ὁ/ (Ἰ. tabarro) = κυκλοτερὴς ἐπενδύτης, ἐπώμιον. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ταμπλᾶς /ὁ/ (Ἀ. Τ. ταbλᾶ) = ἄβαξ, πίναξ, σανίδωμα. (Τ. dαμπλᾶ) = ἀποπληξία, αἰφνιδία νόσος.
πιο πριν, νωρίτερα (Από το Ιτλ. bonora)
Τανάω, § ἕλκω πρὸς ἐμαυτὸν τὸ δίκτυον, ἀντιτανάει δὲ τὸ δίκτυον λέγ. ὅταν περιπλεχθὲν κατὰ τύχην εἰς ὑποβρύχιον σκόπελον ἀνθέλκει τοὺς ἔλκοντας αὐτὸ ἁλιεῖς. Σημ. Ἐκ τοῦ τανύω
μέθοδοι κυνηγιού μικρών πουλιών. Παγίδες από λυγισμένες κληματόβεργες με θηλιά στην άκρη απ΄ την οποία πιάνεται το πουλί.
κατάλογος Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Επιμέλεια λεξιλογίου Βασίλης Φίλιππας καταγγελία στο δικαστήριο Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη
ξύλινο ραβδί που στηλώνεται στον πισινό αντί του αργαλειού και αντιστηλώνεται στο αντίστοιχο δοκάρι της βάσης του αργαλειού. Η τανύτρα μπαίνει αριστερά και κατά διαστήματα περιστρέφει το αντί αυτό και έτσι κατεβαίνει το στημόνι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τανύτρα /ἡ/ (τανύω) = τὸ ξῦλον διὰ τοῦ . . . Περισσότερα
το γυτλο τάξος η ραγοφόρος, κοινώς ήμερο λάπατο Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Τάπα /ἡ/ (Ἰ. tappare) = πῶμα, βύσμα, βούλωμα.
Ταπιόκα /ἡ/ (Ἰ. tapioca) = θρεπτικὸν ἄλευθρον ἐκ ρίζης μανιόκκου.
Ταπώνω (Ἰ. tappare) = πωματίζω, φράσσω, βουλώνω.
η κοινώς λεγόμενη ντάρα = το απόβαρο. Αδειάζομε το περιεχόμενο ενός δοχείου και κατόπιν το ζυγίζομε και αφαιρούμε το βάρος του. “… 50 κιλά λάδι, αφαίρεσε την τάρα …”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Τάρα /ἡ/ (Ἰ. tara) = τὸ ἀπόβαρον, τὸ βάρος τοῦ δοχείου ποὺ ἀφαιρεῖται . . . Περισσότερα
Τάραμα /τὸ/ (ταράσσω) = ταραχή, ρῖγος, ἀνατριχίλα, ψυχικὴ ἀναστάτωσις.
η σεισμική δόνηση, το τράνταγμα (από το Ιτλ. teramoto = ο σεισμός) βλ. και τεραμότο και ταραμότο
Ταραμότο /τὸ/ (ταράσσω, Ἰ. terremoto) = σεισμός, ταραχή, ψυχικὸς σάλος. βλ.. ταραμέντο και τεραμότο
ταράτσα (ἡ): πλακόστρωση, (ΒΕΝ. teràza, ΙΤ. terrazza).
Τάρδ(ι) (Ἰ. tardi) = ὀψέ, ἀργά, παράκαιρα.
Τάρι-ρὶ (ἠχητ.) = ἐπαναλαμβανόμενη ἐπωδὸς πρὸς χορευόμενον βρέφος.