τέλι (τό)
Τέλ(ι) /τὸ/ (Τ. τὲλ) = λεπτότατον σῦρμα, χορδὴ μουσικοῦ ὀργάνου, (Ἰ. tela) = πρόσθετος πλεξὶς κομμώσεως τοπικοῦ νυμφοστολισμοῦ πρὸς στερέωσιν φεσιοῦ, κεφαλοπανιοῦ καὶ τρέμολας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
τέλι (τό): λεπτό σύρμα, (Τ. tel).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου