τελέυω
παιδεύω, κακοποιώ, βασανίζω.
Φράσεις: “ξέκοψε μια προβατίνα απ΄ το κοπάδι και με ετέλεψε, όσο να την πιάσω” – “με τέλεψε αυτή η λέξη όσο να τη βρω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τελεύω (τελέω) = δίδω τὸ τέλος, βασανίζω θανασίμως, κατατρύχω ἐμμόνως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης