στόφα
Στόφα /ἡ/ (Ἰ. stoffa) = ὕφασμα μετάξης ἢ ἄλλης πολυτελοῦς ποιότητος. (Ἀγ. stove) = θερμάστρα, σόμπα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Στόφα /ἡ/ (Ἰ. stoffa) = ὕφασμα μετάξης ἢ ἄλλης πολυτελοῦς ποιότητος. (Ἀγ. stove) = θερμάστρα, σόμπα.