Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στογός (ο)

σωριασμένος φύρδην-μίγδην πράγματα, ιδίως είδη ρουχισμού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στογὸς /ὁ/ (Ἰ. stucco, Σ. stog) = ὄγκος ἐστοιβαγμένων πραγμάτων (ἰδίᾳ εἰδῶν ἱματισμοῦ).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.