στολιδατόρος -ισσα
ο ειδικός ή ειδική για το στόλισμα του γαμπρού ή της νύφης.
Τη στολιδατόρισσα την έλεγαν και στολίστρα και φκιάστρα.
Τους στολιδατόρους , πάλι, τους έλεγαν στολιδαρέους.
Παλιότερα έπαιρναν και χρήματα για τον κόπο τους. Οι στολιδατόροι στόλιζαν τους γαμπρούς οου φορούσαν την παραδοσιακή λευκαδίτικη φορεσιά της βράκας.
Σε χργφ. κατάστιχο-χρονικό (1837-1893) του Σπύρ. Φίλιππα, γεωργού από τον Δρυμώνα, δημοσιευμένο στην “Ιστορία της νήσου Λευκάδος” του Π. Ροντογιάννη, τομ. β΄Αθήνα 1982, έκδ. ΕΛΜ, διαβάζομε: “Εις τα βιολιά, χαρίσματα τον στολιδαρέον και λιπά, δραχμ, 20”.