στιμάρω
εκτιμώ, σέβομαι, κρίνω κατ΄ εκτίμηση και υπολογισμό διάφορα αντικείμενα, προϊόντα κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στ(ι)μάρω (Ἰ. stimare) = ἐκτιμῶ, ὑπολήπτομαι, κρίνω, νομίζω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης