στοῦφος 04 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Στοῦφος /ὁ/ (τόφφος, Ἰ. stoffo) = μάργη, φλύσχης, εὔθριπτον ἀργιλλῶδες πέτρωμα.