Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στούμπος (ο)

  1. μεγάλο λιθάρι που να είναι του χεριού μας για πέταμα
  2. σκληρό πράγμα, “το ψωμί αυτό δεν τρώγεται, έγινε στούμπος”

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στοῦμπος /ὁ/ (στύπος) = λίθος κατάλληλος πρὸς βολήν, σκληρός, ξηρός.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.