“άει στον κόρακα”
«Άει στον κόρακα» εκ του «ες κόρακα», αυτούσιος αρχαιοελληνικός ιδιωματισμός, και ρ. «σκορακίζω = στέλλω τινά ες κόρακα», σε ξαποστέλλω όπως τα αποφάγια προς βρώσιν στο κόρακα. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ιωαν. Σταματάκου). Λέγεται ως η πλέον ανώδυνη βρισιά «άει στον κόρακα…», και ο κόραξ –κος, όπως εύκολα συμπεραίνεται, είναι ηχομιμητική λέξη.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
Ήπια βλαστήμια-κατάρα, πολύ συνηθισμένη σε μας, αντί του “άει στο διάβολο”.
Την είχαν οι αρχαίοι, ιδίως οι βυζαντινοί.
Στο “Νεφέλες” του Αριστοφάνη, (στ. 133 και αλλού) ο Στρεψιάδης, πρόσωπο του έργου λέγει: “Βάλλ΄ ες κόρακας, τις έσθ΄ ο κόψας την θύραν;”. Δηλαδή: άει στο διάβολο! Ποιος είν΄ αυτός που βρόντηξε την πόρτα;
Και ο Σταματάκος (2, 1701), “στον κόρακα” αποδίδει “στο διάβολο”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης