σεμπριά
σχέση αγροδότη προς αγρολήπτη, αγροληψία Γλωσσάριο Ελένης Γράψα συνεργασία, σύμπραξη, συνεταιρισμός Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
σχέση αγροδότη προς αγρολήπτη, αγροληψία Γλωσσάριο Ελένης Γράψα συνεργασία, σύμπραξη, συνεταιρισμός Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας
Η λέξη, γνωστή σε όλη την Ελλάδα, δεν θα μας απασχολούσε εδώ, αν δεν είχαμε να καταγράψουμε ορισμένες εθιμικές καταστάσεις τοπικού ενδιαφέροντος, που είχαν και το ξεχωριστό – απ΄ ό,τι ίσχυε στο άλλο νησί – ενδιαφέρον. (πρόκειται για σέμπρους του Μεγανησίου). Κι όλα αυτά βέβαια καλύπτονταν από το εθιμικό δίκαιο. . . . Περισσότερα
επιδιορθώνω, διευθετώ: “Έβαλα και μου έσυραν τα κεραμίδια στο σπίτι, γιατί έμπαζε νερό” Παλιότερα, σε χργρφ, σημείωση του 1755: “δια ένα βαγένι οπού έβαλα τους αρβανητάδες και μου το έσυρανε, εξόδιασα μονέδα …” (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας” \ μοιάζω: “Η κοπέλα σέρνει της μάνας της”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα
(ιταλ. scala): κομμάτι χωραφιού (σε πλαγιά) που ορίζεται από λιθιά Γλωσσάριο Ελένης Γράψα διαμορφωμένη έκταση σε πλαγιά λόφου με “λιθιές” που σχηματίζουν αναβαθμίδες συγκρατώντας το χώμα και δημιουργώντας καλλιεργήιμη γη Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Επιμέλεια λεξιλογίου Βασίλης Φίλιππας
τα σκαλοπάτια-αναβαθμίδες από τις δύο πλευρές του σαμαριού που σχηματίζονται από τις τριχιές του σαμαριού και χρησιμεύουν στον αναβάτη να πατήσει για ν΄ ανέβει στο σαμάρι. Αλλά χρησιμεύουν και για τη φόρτωση ασκιών, κοφινιών και σακιών. Μ΄ αυτές περιβάλλεται το φορτίο και δένονται στο μπρος και πίσω μέρος του σαμαριού . . . Περισσότερα
δες σκάλα
δες σκλέντζα
γκρεμίζομαι, πέφτω κάτω, σκοντάφτω και πέφτω το έδαφος φαρδύς πλατύς
επίμηκες σκληρό κυλινδρικό ξύλο ή σίδερο με το οποίο τραβούν ή σπρώχνουν τα κάρβουνα για την αναζωπύρωση ή μη της φωτιάς, μακριά σιδερένια βέργα σε σχήμα Γ για το “συδαύλισμα” της φωτιάς και τη μετακίνηση των ταψιών με τα φγαητά μέσα στον φούρνο.
περιποιούμαι τον εαυτό μου, στολίζομαι, σιγυρίζομαι
καταφεύγω προς πρόχειρη στέγαση, για να προφυλαχτώ από την κακοκαιρία
το σύνολο των “τσολιών” (πάνω από πενήντα) πουέβαζαν κάθε φορά για στίψιμο στο ελαιοτριβείο
τζάκι, “γωνιά“
συννεφιάζω
συμμάζεψα, μάζεψα
σωματώδης, παχύς
μεγάλο ράφι από σανίδες, πατάρι ξύλινο, μακρύ τραπέζι των ξυλουργών Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης ταβλάτσο (τό): μεγάλο ράφι ἀπό σανίδες, πατάρι ξύλινο, μακρύ τραπέζι τῶν ξυλουργῶν. Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου χαμηλό τραπέζι φαγητού Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας
φτιαγμένος με τάβλες
κατάλογος Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Επιμέλεια λεξιλογίου Βασίλης Φίλιππας καταγγελία στο δικαστήριο Γλωσσάριο Μιλτ. Δ. Κακλαμάνη
μτφ. πιωμένος
πολύ ξινισμένο κρασί
τριόδα
στήνω αφτί σνήσυχος, υποψιάζομαι
η ξύλινη λαβή – στειλιάρι – του τσαπιού
ψάχνω, ερευνώ κρυφά, ανασκαλεύω βλ. τσαρκαρεύω
παιδικό τυχερό παιχνίδι πυ παοζόταν με κέρματα μικρής αξίας
κοφτερό εργαλείο, μαχαίρι των τσαγκάρηδων / κοφτερό εργαλείο των χωρικών με το οποίο έκοβαν το σανό / κοφτερό εργαλείο των χωρικών με το οποίο κλάδευαν / κοφτερο μαχαίρι
βελανιδιά
φαρμάκι, δηλητήριο, κακία
φεγγίζει