στάφνη (η)
η τάξη, το καλοζύγισμα, διευθέτηση
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στάφνη § τάξις. Π. τὤβαλε σὲ στάφνη. Ἐκ τούτου τὸ σταφνίζω = τακτοποιῶ.
Σημ. Ἐκ τοῦ στάθμη (Σύλλ. 20 37). Ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου