Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στάφνη (η)

η τάξη, το καλοζύγισμα, διευθέτηση

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Στάφνη § τάξις. Π. τὤβαλε σὲ στάφνη. Ἐκ τούτου τὸ σταφνίζω = τακτοποιῶ.

Σημ. Ἐκ τοῦ στάθμη (Σύλλ. 20 37). Ὁ Βυζ. ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν 

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.