Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Βασ. Φίλιππα / Μια φορά κι έναν καιρό ..

(τ΄) αψήλου

ψηλά, στο αέρα Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: τα γενικοφανή επιρρήματα ή οι γενικοφανείς επιρρηματικές εκφράσεις, άλλοτε ελληνικής και άλλοτε δάνειας προέλευσης, είναι συνηθέστατες στις γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων (π.χ. δελέγκου, του μάκρου, μονοτάρου, απίκου κ.ά.). Στη νεοελληνική κοινή επιβιώνουν . . . Περισσότερα

αγκούσεφτα

χωρίς αγκούσες, έγνοιες, χωρίς προβλήματα Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: Φωνητική ορθογράφηση. Ορθότερα: αγκούσευτα. Από το στερητικό α- και ρ. αγκουσεύω (βλ.λ.) με απλολογία (αντί *αναγκούσευτα). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγριλιδίσιος

από άγρια ελιά Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: Από το αγριλίδα (βλ.λ.) + ονοματικό επίθημα -ήσ-ι-ο-ς- (< λατ. –ens-i-s). (Π.Γ. Κριμπάς)

αγροφάης

αυτός που τρώει τα άγουρα Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: Από το άγουρος (> άγ’ρος με αποβολή του άτονου /u/, λόγω ημιβόρειου φωνηεντισμού της Λευκαδίτικης) + ονοματικό επίθημα -φά-η-ς (< φαγ-, πβ. ΝΕΚ μοναχοφάης, χαραμοφάης). (Π.Γ. Κριμπάς)

αδρασκελάω

δρασκελάω βλ. δρασκελίζω καὶ ἀδρασκελίζω Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας Ετυμολογική σημείωση: από το δρασκελάω (< διασκελίζω με πιθανή επίδραση του μσν.ελλ. δράμω ‘τρέχω’ < αρχ.ελλ. ἔδραμον αόρ. του τρέχω) με τη συνηθέστατη σε όλο το Ιόνιο (και σε άλλα δημώδη νεοελληνικά ιδιώματα) . . . Περισσότερα

άλμπουρο

το κατάρτι πλοίου. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἄλμπ(ου)ρο:  /τὸ/ (Ἰ. albero) = ὁ ἱστός, τὸ κατάρτι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ασετυλίνη, μικρή συσκευή ασετυλίνης Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

αλτσάρω

αγωνιώ, εξάπτομαι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀλτσάρω:  (Ἰ. alzare) = σηκώνω βάρος, ἀσχάλλω, ἀγωνιῶ, ἐρεθίζομαι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ξεπερνώ Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

ανάμα (το)

μαύρο κρασί που χρησιμοποιούν οι ιερείς για τη μετάληψη, αλλά και τον εμποτισμό των εορταστικών άρτων στο κέντρο της σφραγίδας. Κάθε καλό κρασί στο νησί το λένε ανάμα. φράση: “Μου έφεραν ένα κρασί σωστό ανάμα”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀνάμα: /τὸ/ (νᾶμα, ἄναιμον) = ὁ μαῦρος . . . Περισσότερα

ανέργα

όταν αναλαμβάνουν δυο άτομα να κάνουν “ανταμ΄κά” τις δουλειές τους. π.χ. “σκάβουν τα αμπέλια τους ανέργα” = σκάβουν από κοινού πρώτα το αμπέλι του ενός και στη συνέχεια το αμπέλι του άλλου

ἀριὰ

Ἀριὰ /ἡ/:  ἡ δρῦς ἡ ἀρία, τὸ ρουπάκι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ἡ ἀρία, ἡ δρῦς, τό ρουπάκι. Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου με την έννοια του αραιά Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας

βίγλα (η)

τόπος ψηλός απ΄ όπου κανείς μπορεί να παρατηρεί άνετα τις κινήσεις των γύρω περιοχών, κοινώς καραούλι Άγγελος Σικελιανός, Ωδή στο Βαλαωρίτη, στ.1 “Ψηλά στη βίγλα που αγρυπνώ, σαν τον καλό τσοπάνο …”. Υπάρχουν στο νησί πολλά τοπωνύμια με το όνομα Βίγλα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Βίγλα . . . Περισσότερα