σκάλα
(ιταλ. scala): κομμάτι χωραφιού (σε πλαγιά) που ορίζεται από λιθιά
Γλωσσάριο Ελένης Γράψα
διαμορφωμένη έκταση σε πλαγιά λόφου με “λιθιές” που σχηματίζουν αναβαθμίδες συγκρατώντας το χώμα και δημιουργώντας καλλιεργήιμη γη
Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Επιμέλεια λεξιλογίου Βασίλης Φίλιππας