Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκάλα

(ιταλ. scala): κομμάτι χωραφιού (σε πλαγιά) που ορίζεται από λιθιά

Γλωσσάριο Ελένης Γράψα


διαμορφωμένη έκταση σε πλαγιά λόφου με “λιθιές” που σχηματίζουν αναβαθμίδες συγκρατώντας το χώμα και δημιουργώντας καλλιεργήιμη γη

Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Επιμέλεια λεξιλογίου Βασίλης Φίλιππας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.