ούλος
όλος
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
όλος
πόνος στον αυχένα
παινέματα
πάλι
γράφω και χρεώνω κάποιον παραπάνω απ΄ ό,τι οφείλει
συναγωνισμός, ανταγωνισμός
χώρος δίπλα από το τζάκι, παραστιά
“παίρνω πόρτες”: παίρνω το μέρος, υποστηρίζω, στηρίζω
πατησά: άμεση παρακολούθηση, κατά βήμα, στενή επιστασία εκ του σύνεγγυς και αβ(ι)ζαρ(ι)σιά
αιχμές
έχει την έννοια “ας το πούμε, κι ας μη μας αρέσει, μια κι αυτή είναι η αλήθεια”.
Πετριά, § λίθου βολή. Μ. οἴησις, ὑποχονδρία. Π. Ἔχει πετριὰ πῶς τὰ ξέρει ὅλα. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου μτφ. τρέλα, το “κόλλημα” Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας
λέγεται όταν σε κάποιο μέρος υπάρχουν πολλά θηράματα πτηνών, “πέφτουν” παπιά ή κοτσίφια κ.λπ.
βλ. πίρος
από τα πίσω χωριά, τα χωριά της νότιας Λευκάδας
πλάτωμα
έπλεαν
πλεγμένος
τρόπος αντισεισμικής στήριξης των σπιτιών της Λευκάδας, αυτοστήριχτος σκελετός σπιτιού.
εξοικονόμηση των ως προς το ζην, κάλυψη των βιοτικών αναγκών
<πιρί (πληθ. πριά): πίρος
προαιρετικό “φιλοδώρημα” – οικονομική ενίσχυση προς τον ιερέα και τους ψάλτες του ναού των πιστών το Πάσχα, τα Θεοφάνεια και τα Χριστούγεννα, όταν στις εκκλησίες έβγαινε δίσκος και ο καθένας έριχνε ο,τι προαιρείτο
ιδιότροπος, παράξενος, με ελεττώματα
βλαστάνω, πετάω βλαστάρι, βγάζω μπουμπούκια: “Τ΄ αμπέλια ερίξανε”. κάνω τ΄ άλογο να καλπάσει: “Έριξαν τ΄ άλογα στο πανηγύρι, δηλ. έκαμαν ιπποδρομίες, ποιος θα φτάσει πρώτος στο χωριό. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ρίχνω = ρίπτω. βλ. και ρήχνω -τω καὶ ρύχτω Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης “ρίχνω το όνομα”: γίνομαι . . . Περισσότερα
πήλινο ή λάτινο επιτραπέζιο ελαιοδοχείο
συνεβγάζω, ξεπροβοδίζω, κατευοδώνω, συνοδεύω κάποιον ως ένα σημείο
ο διαχειριστής των οικοδομικών υποθέσεων σπιτιού ή επιχείρησης, αυτός που έχοντας το χρήμα έχει και το πρόσταγμα
συμπράγκαλα
γκρεμίζω, ρίχνω
ύφασμα φτιαγμένο από μαλλι αγγλικής προέλευσης (που αποτελείται από μακριές, λιτές και απαλές τρίχες προβάτου)