μολύβω
δοκιμάζω, γεύομαι ( … να μην μο΄λίψει άλλος)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
δοκιμάζω, γεύομαι ( … να μην μο΄λίψει άλλος)
κέρμα, το 1/100 της δραχμής βλ. και τσαντέζιμο (το) καί τσεντέζιμο
ευτελής, ασήμαντος, περιφρονητέος
μικρή πέτρινη λεκάνη όπου χύνεται το νερό της βρύσης, λίθινος κρουνός
εμπόριο κρασιού με ξένες χώρες
κολοκύθι για κολοκυθόπιτες
είσοδος
μεταφορά του ελαιόκαρπου από το σπίτι στο ελαιοτριβείο
χρηματοκιβώτιο, το συρτάρι ή ο πάγκος με τα χρήματα κάθε πωλητή
δοχείο, κύρια για νερό
Έτσι λέγαμε στο χωριό το περδικλώνομαι (ενεργητική περδικλώνω) που θα πει μπερδεύομαι στα πόδια και κινδυνεύω να πέσω, κάποιοι για αστείο βάζουν το πόδι τους ανάμεσα στα πόδια του άλλου, να σκοντάψει, για να γελάσουν! (τρικλοποδιά). Το περδούκλι είναι “τμήμα σχοινιού διου δεσμεύονται μεταξύ των πρόσθιοι πόδες υποζυγίου κατά τη βοσκή” . . . Περισσότερα
“έγινε μπουχός”: εξαφανίστηκε, έφυγε τρέχοντας
με νέα στάχια
δωδεκάδα (ντουζίνα)
είδος σάκου
δες ντρεμίδι
μτφ. σπαταλώ. Στη φράση “Κλωτσάει και θα σε ξανεμίσ΄” πιθανώς σημαίνει: θα σε ξεσκεπάσει, καθώς είναι ανήσυχη στον ύπνο θα σε εξαντλήσει ερωτικά.
αναζωπυρώνω τη φωτιά
σύσσομο
ισόγειο σπίτι με χωμάτινο πάτωμα
εμφάνιση
τοίχος φτιαγμένος με πέτρες χωρις συνδετικό υλικό αναμέσα τους
ο καταγόμενος από το Ξηρόμερο Ακαρνανίας
“φοράδα ξέστρωτη”: λέγεται για γυνάικα αυθάδη, χωρλις σεμνότητα
νεκρικό κρεβάτι, ,φέρετρο
άσχημος καιρός με πολλές βροχές και άνεμο που καταστρέφει δέντρα και καλλιέργειες βλ. ξυλοχάλαση
Εβραίος
διάβολος (λέγεται για να μην αναφερθεί το όνομά του) “Άει στον οδείνα”
το μοναστήρι της Υπεραγίας θΘεοτόκου της Οδηγήτριας στην Απόλπαινα
της οκάς