φίσκα
ασφυκτικά γεμάτος
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ασφυκτικά γεμάτος
το οικόπεδο, τόπος ελεύθερος. Σε κτγρφ. περιουσίας (1718, Νο 3 – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βρίσκομε: ” … εις το οποίον σπήτι πλερόνο λίβελον (=εδαφονόμιον, φόρος για οικόπεδο) του πρέτζηπε, λείτραις (λίρες) μονέδα επτά τον κάθε χρόνος δια το φούντι …” Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Φοῦντο /τὸ/ . . . Περισσότερα
το κυκλικό σανιδένιο σκέπασμα των βαγενιών, κάθε μια από τις δύο κυκλικές επιφάνειες – πάνω και κάτω – του βαγενιού
κληματαριά στηριζόμενη σε ικριώματα
σιδερένιο γουδοχέρι
χαλαζόπτωση
αλίμονό του, καταστροφή του
χάλκινη κανάτα για κρασί
αρέσω κάπως, ψιλαρέσω
ισόγειο, χαμόσπιτο
πολύ πρωί, με το πρώτο χάραμα
αλεύρι καλής ποιότητας
φθινόπωρο
(ψιλόσητα): σήτα με πολύ πυκνό το συρμάτινο πλέγμα
σακούλι στο οποίο τοποθετούσαν οι χωρικοί τα ψάρια που αγόραζαν από την πόλη
βράσιμο του μούστου
το παιχνίδι “στριφτό” ή “κορώνα ή γράμματα”, αλλιώς “κορφιάτικο“
φιλεύσπλαχνη