πριντζιπάλες – πριντζιπαλέτος
(ιταλ. principale): αφεντικό, εργοδότης (ο επικεφαλής)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
(ιταλ. principale): αφεντικό, εργοδότης (ο επικεφαλής)
(ιταλ. prova): δείγμα, δοκιμή, απόδειξη
(ιταλ.proemettere): υπόσχομαι
καταφεύγω
μαξιλάρι
συγκομιδή
(ιταλ. protesto): διαμαρτύρηση
(σε δημοπρασία): πλειοδοτώ
(ιταλ. ratifiacare): επικυρώνω
(ιταλ. rato): επικυρωμένος, βεβαιωμένος
(βενετ. registrado, ιταλ. registrato): καταχωρισμένος και ρεγκιστράρω
(ιταλ. regresso): οπισθοδρόμηση αναγωγή, (νομικός όρος)
(βενετ. removere, ιταλ. rimuovere) παραιτούμαι,, απομακρύνομαι
(βεντ. remozion, ιταλ. rimozione): παραίτηση
(ιταλ. restare): απομένω, υπολείπομαι
(βενετ. refudar,ιταλ. rifiutare): αρνούμαι, αποποιούμαι
υγεινομικές προφυλάξεις βλ. ριβάρδο
(βενετ. rivardo, ιταλ. riguardo): προσοχή, προφύλαξη.
(ιταλ. risico): διακινδύνευση, “ρίσκο” βλ. α ρίζικο, ριζ΄κάρω
(ιταλ.rimettere): ξαναβάζω
(ιταλ. risarcire): αποκαθιστώ, αποζημιώνω
(ιταλ. riservare): επιφυλάσσω, κρατώ στην άκρη
βλ. ρετζιβούτα
(βενετ. ruspido, ruspi’o): νεόκοπος (τζεκίνια ρούσπιδα)
βλ. σαλτάρω
Σαλτάρω (Ἰ. saltare) = ἅλλομαι, πηδῶ, μεταβαίνω συντόμως ἀπὸ μέρος εἰς ἄλλο: «σάλτά δεκεῖ πάρε μ᾿ νιὰ ρκέλα». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης εξοφλώ, αποκαθιστώ (και σαλδάρω, σαρτάρω) Γλωσσάριο Ελένης Γράψα
βλ. σαλτάρω
(βενετ. sequestrado, ιταλ. sequestrato): φυλακισμένος, υπό περιορισμό, υπό κατάσχεση
(ιταλ. sequestro): κατάσχεση
σχέση αγροδότη προς αγρολήπτη, αγροληψία Γλωσσάριο Ελένης Γράψα συνεργασία, σύμπραξη, συνεταιρισμός Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας