Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Ελένης Γράψα

ρίζικο

(ιταλ. risico): διακινδύνευση, “ρίσκο” βλ. α ρίζικο, ριζ΄κάρω

σαλτάρω

Σαλτάρω (Ἰ. saltare) = ἅλλομαι, πηδῶ, μεταβαίνω συντόμως ἀπὸ μέρος εἰς ἄλλο: «σάλτά δεκεῖ πάρε μ᾿ νιὰ ρκέλα». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης εξοφλώ, αποκαθιστώ (και σαλδάρω, σαρτάρω) Γλωσσάριο Ελένης Γράψα

σεμπριά

σχέση αγροδότη προς αγρολήπτη, αγροληψία Γλωσσάριο Ελένης Γράψα συνεργασία, σύμπραξη, συνεταιρισμός Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Γλωσσάριο Βασίλης Φίλιππας