Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σαλτάρω

Σαλτάρω (Ἰ. saltare) = ἅλλομαι, πηδῶ, μεταβαίνω συντόμως ἀπὸ μέρος εἰς ἄλλο: «σάλτά δεκεῖ πάρε μ᾿ νιὰ ρκέλα».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


εξοφλώ, αποκαθιστώ (και σαλδάρω, σαρτάρω)
Γλωσσάριο Ελένης Γράψα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.