‘σωτερικός
υπόγειος
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
υπόγειος
(ιταλ. a risico): διακινδύνευση, ατυχία βλ. ρίζικο, ριζ΄κάρω
(ιταλ. a risico marittimo): με θαλάσσια διακινδύνευση
(βενετ. a tornàr): με επιστροφή
(ιταλ. aggiustamento): επιδιόρθωση
οι καταγόμενοι από το χωριό Άγιος Πέτρος
(αν+καλά): αν και
μίσθωμα από την εργασία των ζώων
Λιβόρνο Ιταλίας Γλωσσάριο Ελένης Γράψα Ετυμολογική σημείωση: το αρχικό /a/ είναι προθεματικό, πβ. απαρατάω > παρατάω, απαλάμη > παλάμη κ.ά., η τροπή /o/ > /u/ είναι συνηθισμένη στη Νεοελληνική, πβ. κωδώνιον > κουδούνι, σαπώνιον > σαπούνι, ιταλ. spione > σπιούνος, ενώ το τελικό /a/, αν δηλώνει πληθυντικό (τ.έ. τ’ Αλιγούρνα), . . . Περισσότερα
(ιταλ. abate): κληρικός, ηγούμενος
προάστια
(ιταλ. abilita): ικανότητα
(ιταλ. abilitare): κάνω κάποιον ικανό για κάτι
σπρώχνω βλ. και αμπώνω
αν ίσως
(ιταλ. annulare): ακυρώνω
αέτωμα κτηρίου
(βενετ. anticipado, ιταλ. anticipato): προκαταβολικός (-ώς ; )
(ιταλ. autentico): αυθεντικός, γνήσιος
αποξενώνομαι, πουλώ
(ιταλ. apalto): εργολαβία, το κρατικό μονοπώλιο
αφήνω
αχλαδιά
Ἀποκρένομαι § ἀποκρίνομαι. Σημ. ἴδ. Σύλλ. 5. Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου ανταποδίδω, απαντώ
πουλώ
στέγαση
αφ΄ ότου, απ΄όταν
εργαλεία
(ιταλ. arcombugio): πυροβόλο όπλο
(βενετ. armizi): εξοπλισμός πλοίου