λισεντζιάρω
(ιταλ. licenziare): απολύω, ελευθερώνω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
(ιταλ. licenziare): απολύω, ελευθερώνω
ο δικαστής και ο αστυνομικός υπεύθυνος για το λιμάνι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης (ιταλ. magistrato): δικαστής Γλωσσάριο Ελένης Γράψα
(ιταλ. mancanza): έλλιψη, σφάλμα
βλ. μανιτεντζιόν
(ιταλ. mandato): ένταλμά, παραγγελία
βλ. μαντενέρω
(βενετ. marinero, ιταλ. marinaro): ναυτικός βλ. μαρινάριος
(ιταλ. maggiore): ταγματάρχης
(βενετ. meglioramento, ιταλ. miglioramento): βελτίωση
μοιράζω τον καρπό μόλις τελειώσει το αλώνισμα
αναχωρώ, φεύγω
μέτρο βάρους, μισός κάδος
απομένω, βρίσκομαι
μέτρηση με βάση το μόδι, εκτίμηση αξίας
(ιταλ. modula): τα δικαστικά έξοδα, υπόδειγμα για τη σύνταξη ενός εγγράφου
η βενετσιάνικη χρονολογία, (το έτος αρχίζει την 1η Μαρτίου)
(ιταλ. moschia): τέμενος, τζαμί
ο βενετός διοικητής της Κέρκυρας
(ιταλ. bando=επικήρυξημ εξορία): φυγόδικος βλ. και παντίδος
ο κουρέας. Παλιότερα οι μπαρμπέρηδες στη Λευκάδα, ιδιαίτερα στην πόλη, ήτανε πολλοί και το επάγγελμά τους προσοδοφόρο. Κούρευαν, ξύριζαν, έλουζαν, αλλά και τον κομπογιαννίτη λαϊκογιατρό έκαναν. Ήταν ειδικοί στη θεραπεία της λιόκρισης, συμμετείχαν σε καλλιτεχνικά σωματεία, τραγουδούσαν ωραία και σχεδόν όλοι έπαιζαν μαντολίνο ή κιθάρα. Πέρα απ΄ όλα αυτά ήταν . . . Περισσότερα
(ιταλ. bastimento): πλοίο, φορτίο πλοίου
(ιταλ. bemneficio): ευεργετημένος, αυτό που έχει εκκλησιαστικό εισόδημα
(λ. τουρκ.: μπιτζάκ = μαχαίρι): μαχαιροποιός
(ιταλ. negoziante): καταστηματάρχης, έμπορος
το νέο ημερολόγιο (στο νέο= σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο)
ο έχων την επικαρπία
(ιταλ. nota): σημείωση, ένδειξη
βλ. ενδύνομαι
ξεριζώνω το αμπέλι
σχισμένος