σιγουρτά
(βενετ. segurita, ιταλ. sicurita): ασφάλεια
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
(βενετ. segurita, ιταλ. sicurita): ασφάλεια
(ιταλ. scala): κομμάτι χωραφιού (σε πλαγιά) που ορίζεται από λιθιά Γλωσσάριο Ελένης Γράψα διαμορφωμένη έκταση σε πλαγιά λόφου με “λιθιές” που σχηματίζουν αναβαθμίδες συγκρατώντας το χώμα και δημιουργώντας καλλιεργήιμη γη Μια φορά κι έναν καιρό … Φίλιππου Λάζαρη / Επιμέλεια λεξιλογίου Βασίλης Φίλιππας
(ιταλ. schifo): είδος βάρκας
(βενετ. scoder-scuoder, ιταλ. riscuotere): εξοφλούμαι εισπράττω
(ιταλ. scritto): έγγραφο, γραπτό, επιστολή
(ιταλ. scrittura): έγγραφο, γραφή
πληρωτέα στη στεριά (δανεικά)
(ιταλ. solvere):εξοφλώ
(ιταλ. solevare): ανακουφίζω, ξαλαφρόνω
βλ. ινσόλιδουμ
(ιταλ. soprappiu): το επιπλέον
(ιταλ. sostituire):υποκαθιστώ, διορίζω, κηρύσσω
(ιταλ. sostituto): αντικταστάτης, αναπληρωτής
(ιταλ. sotto-procuratore): υποπληρεξούσιος
(ιταλ. supplire): συμπληρώνω, συμβάλλω, αναπληρώνω
(ιταλ. suffragio): έγκριση, βοήθεια, ευνοϊκή γνώμη
βλ σπατζιφικάρω
(ιταλ. specificare): διευκρινίζω, ορίζω συγκεκριμένα και με ακρίβεια και σπατζιρικάρω
σπόροι
(ιταλ. stagno): στεγνός
(ιταλ. stato): το κράτος, η επικράτεια
φυλακίζω, βάζω στη στενή
αντιστοιχώ, ανήκω
ο καταγώμενος από τη Στερεά Ελλάδα
συμφωνώ, συμβιβάζομαι
συνορεύω
μαζί
τελειώμα
(ιταλ. tartana): είδος πλοίου
υπόσχομαι, τάζω