Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Ελένης Γράψα

ινκάντο (επίρρ)

όταν κάτι γίνεται φανερά, δημόσια. Δημοπρασία, πλειστηριασμός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰνκάντο /ἐπίρ./ (Ἰ. incanto) = δημοσίᾳ,φανερά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ινκάντο πούμπλικο: (ιταλ. incanto publico), δημοπρασία, πλειστηριασμός Γλωσσάριο Ελένης Γράψα

κάργο (το)

πρωτόγονο, όσο κι απλό, σύστημα άντλησης νερού από πηγάδια, για πότισμα: ένα οριζόντιο δοκάρι μακρύ και γερό που στη μια του άκρη κρεμόταν πιασμένο με τσιγγέλι, ένα σιδηροδοχείο και στην άλλη για αντίβαρο μια μεγάλη πέτρα. Με ελάχιστη προσπάθεια ωθούσαν ψηλά την πέτρα και το δοχείο κατέβαινε στο πηγάδι και . . . Περισσότερα