εδελιμπεράρω
βλ. δελιμπεράρω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
βλ. δελιμπεράρω
(ιταλ. esercitare): ασκώ, εγείρω
(ιταλ. ereditare): κληρονομώ
(ιταλ. elleggere): επιλέγω, εκλέγω βλ. ελετζιόνε
παίρων στην κατοχή μου, αποκτώ
(χρήματα), επενδεδυμένα
(ιταλ. esecuzione): εκτέλεση
πληρεξούσιο
αποπληρωμή
συμμετέχω, έχω μερίδιο
(λατιν. in perpetuo): στο διηνεκές
(ιταλ. inappelabile): ανέκκλητος
όταν κάτι γίνεται φανερά, δημόσια. Δημοπρασία, πλειστηριασμός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἰνκάντο /ἐπίρ./ (Ἰ. incanto) = δημοσίᾳ,φανερά. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης ινκάντο πούμπλικο: (ιταλ. incanto publico), δημοπρασία, πλειστηριασμός Γλωσσάριο Ελένης Γράψα
(λατιν. inrevocabile, ιταλ. irrevocabile): αμετάκλητο
(λατιν. in solidum): αλληλεγγύως, από κοινού βλ. Ἰνσολιδαριαμέντε
(ιταλ. insulto): βρισιά, προσβολή
(ιταλ. inferiore): κατώτερος
(ιταλ. cavalliere): τίτλος ευγενείας, ιππότης
(βενετ. cavedale, ιταλ. capitale): το κεφάλαιο
περιουσία
μνημόσυνα
(ιταλ. camera): δημόσιο ταμείο
(ιταλ. cambio): αντάλλαγμα, συνάλλαγμα, τόκος
(βενετ. ιταλ, : η γραμματεία βλ. και καντζελιέρης ή καγκελάριος
βλ. καγκέλλο
(κάποιον): δίνω πίστωση
(ιταλ. caparrare): δίνω προκαταβολή βλ. και καπαρώνω
(βενετ. Capitanio generale, ιταλ. Capitano generale): αρχιστράτηγος
πρωτόγονο, όσο κι απλό, σύστημα άντλησης νερού από πηγάδια, για πότισμα: ένα οριζόντιο δοκάρι μακρύ και γερό που στη μια του άκρη κρεμόταν πιασμένο με τσιγγέλι, ένα σιδηροδοχείο και στην άλλη για αντίβαρο μια μεγάλη πέτρα. Με ελάχιστη προσπάθεια ωθούσαν ψηλά την πέτρα και το δοχείο κατέβαινε στο πηγάδι και . . . Περισσότερα
(βενετ. quarela, ιταλ. querela): αγωγή, κατηγορία βλ. καρελάρω